- ξυνεύδοντος
- συνεύδωsleeppres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεύδω — Α 1. κοιμάμαι μαζί με κάποιον 2. φρ. «τοῡ ξυνεύδοντος χρόνου» τής ώρας τού ύπνου (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὔδω «κοιμάμαι»] … Dictionary of Greek